Χώρω

Χώρω
Χώ̱ρω , Χῶρος
a definite space
masc nom/voc/acc dual
Χώ̱ρω , Χῶρος
a definite space
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — και χωράω χώρεσα 1. μπορώ να περιλάβω, περικλείνω: Η αίθουσα αυτή χωράει πεντακόσια άτομα. 2. βρίσκω θέση σε κάποιο χώρο, περιέχομαι: Δε χωράμε όλοι στ αυτοκίνητο αυτό. 3. φρ., «Δεν τον χωράει ο τόπος», ο υπερβολικά ανυπόμονος ή στενοχωρημένος. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρώ — χωράω / χωρώ, χώρεσα βλ. πίν. 62 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χωρῶ — χωράζω set up fut ind act 1st sg (attic epic ionic) χωρέω to be fond of dwelling in pres subj act 1st sg (attic epic doric) χωρέω to be fond of dwelling in pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρῷ — χωράζω set up fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρω — χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc nom/voc/acc dual χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρῳ — Χώ̱ρῳ , Χῶρος a definite space masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρῳ — χώ̱ρῳ , χῶρος a definite space masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχωρώ — (Α καταχωρῶ, έω) νεοελλ. καταχωρίζω* αρχ. 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα χωρώ, υπο χωρώ] …   Dictionary of Greek

  • ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”